- φοινικόβαπτος
- φοινῑκό-βαπτος, ον,A purple-dyed,
ἐσθήματα A.Eu.1028
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐσθήματα A.Eu.1028
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοινικόβαπτος — ον, Α βαμμένος με πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό βαπτος, πορφυρό βαπτος] … Dictionary of Greek
φοινικοβαφής — ές, Α φοινικόβαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, πορφυρο βαφής] … Dictionary of Greek
φοινικοβάπτοις — φοινῑκοβάπτοις , φοινικόβαπτος purple dyed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)